- ταγουχος
- ταγοῦχοςτᾰγ-οῦχοςὅ предводитель, командующий Aesch.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ταγοῦχος — having command masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταγούχος — ὁ, Α (ποιητ. τ.) ταγός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταγή + οῦχος* (< ἔχω)] … Dictionary of Greek
-ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… … Dictionary of Greek